- σάκει
- σάκοςcoarse cloth of hairneut nom/voc/acc dual (attic epic)σάκεϊ , σάκοςcoarse cloth of hairneut dat sg (epic ionic)σάκοςcoarse cloth of hairneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάκε' — σάκεα , σάκας pudenda muliebria masc acc sg (epic ionic) σάκεα , σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σάκει , σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc dual (attic epic) σάκεϊ , σάκος coarse cloth of hair neut dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενελαύνω — ἐνελαύνω (Α) 1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… … Dictionary of Greek
καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… … Dictionary of Greek
κυκλωτός — ή, ό (Α κυκλωτός, ή, όν) [κυκλώ (II)] αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.) νεοελλ. περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»). επίρρ... κυκλωτά (Α κυκλωτῶς) σε σχήμα κύκλου, κυκλικά,… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
προθέλυμνος — ον, Α 1. αυτός που αποσπάστηκε με τη ρίζα του («πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας», Ομ. Ιλ.) 2. (πιθ. ερμ.) επάλληλος, συνεχής («φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»)] … Dictionary of Greek
τετραβόειος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα βοδιού («σάκει ἴσα τετραβοείων», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόειος (< βοῦς), πρβλ. πολυ βόειος] … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek